- τυμβωρυχῶν
- τυμβωρυχέωbreak open gravespres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τυμβωρύχων — τυμβώρυχος grave robber masc gen pl τυμβωρύχος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λευκωσίας (Κυπριακό) — Είναι το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο αρχαιολογικό μουσείο της Κύπρου. Χτίστηκε μεταξύ των ετών 1908 και 1924, για να στεγάσει τα ευρήματα των επίσημων ανασκαφών, που είχαν αρχίσει μόλις λίγα χρόνια πριν και βρίσκεται στη διεύθυνση Μουσείου 1,… … Dictionary of Greek
отъкопати — ОТЪКОПА|ТИ (10*), Ю, ѤТЬ гл. 1.Выкопать: архиеп(с)пъ иѡанъ… повелѣ ѿкопати пьрьсть сѹщюю надъ гръбъмь ст҃ою. копающемъ же и исхожааше бл҃га˫а вон˫а отъ гробу ѥю ст҃ою. и отъкопавъше изнесоша ˫а отъ землѣ. СкБГ XII, 19б; и моли ихъ ѹноша да… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)